- ανδροκτονώ
- ἀνδροκτονῶ (-έω) (Α)φονεύω ανθρώπους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανδροκτόνος — (androctonus). Γένος αρθροπόδων που ζουν σε χώρες της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της κεντρικής Ασίας. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 10 εκ. και έχουν ανοιχτό κίτρινο χρώμα. Οι α. συγγενεύουν με τους σκορπιούς. Ζουν κάτω από πέτρες και… … Dictionary of Greek